- κατακτητικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στην κατάκτηση ή στον κατακτητή2. αυτός που αποβλέπει ή προβαίνει σε κατακτήσεις, ο επεκτατικός (α. «κατακτητική πολιτική» β. «κατακτητικοί πόλεμοι»).επίρρ...κατακτητικώς και -άμε κατακτητικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακτητής. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλέξανδρο Σούτσο. Το επίρρ. κατακτητικώς μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.